- Βενιζέλος, Ελευθέριος
- (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην πολιτική. Τον επόμενο χρόνο εξελέγη βουλευτής Κυδωνίων και αναδείχτηκε από την πρώτη στιγμή σε ηγετική πολιτική φυσιογνωμία, χάρη στη ρητορική δεινότητα, την πολιτική διορατικότητα και την ευτολμία του. Στην Κρητική επανάσταση του 1896 τήρησε επιφυλακτική στάση, γιατί την έκρινε άκαιρη, αλλά τον Ιανουάριο του 1897 έλαβε μέρος στην επανάσταση των Κρητών που συγκεντρώθηκαν στο Ακρωτήρι, και διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στην εξέλιξή της. Έγινε μέλος της διοικούσας επιτροπής του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου και αντιπροσώπευσε την Επανάσταση στις διαπραγματεύσεις με τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και τους ναυάρχους των αγκυροβολημένων εκεί ευρωπαϊκών στόλων. Με διακοίνωσή του προς τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, την οποία διέκρινε πολιτικός ρεαλισμός, ο Β. δήλωνε μετά τη δυσμενή έκβαση του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 ότι, «συμφώνως προς τας υπαγορεύσεις της πρακτικής πολιτικής... είμεθα υπόχρεοι ν’ αποδεχθώμεν την αυτονομίαν ως νέον σταθμόν προς εκπλήρωσιν του εθνικού ιδεώδους».
Με την άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου ως υπάτου αρμοστή Κρήτης, τον Απρίλιο του 1899, ο Β. ονομάστηκε σύμβουλος της Ανώτερης Διεύθυνσης Δικαιοσύνης. Τον Μάρτιο του 1901 απολύθηκε λόγω διαφωνιών στον χειρισμό του θέματος της Ένωσης και ανέλαβε την ηγεσία της αντιπολίτευσης. Επακολούθησε οξεία και μακροχρόνια διαμάχη με τον ύπατο αρμοστή και τον Μάρτιο του 1905 ηγήθηκε της Επανάστασης του Θερίσου, με την οποία εξανάγκασε σε παραίτηση τον πρίγκιπα Γεώργιο και προκήρυξε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, την οποία όμως απέκρουσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, που δέχτηκαν μόνο ορισμένες μεταρρυθμίσεις του πολιτεύματος. Τον Σεπτέμβριο του 1908, ο Β. με ένοπλο συλλαλητήριο στα Χανιά κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης, ανέλαβε τα υπουργεία Εξωτερικών και Δικαιοσύνης και στις αρχές του 1910 εξελέγη πρόεδρος της συνέλευσης και αργότερα πρωθυπουργός. Τα γεγονότα αυτά είχαν ως συνέπεια να εξαναγκαστούν σε αποχώρηση τα ξένα στρατεύματα και να επεκταθεί η πολιτική ακτινοβολία του Β. σε όλο τον ελληνισμό, ελεύθερο και αλύτρωτο.
Στο μεταξύ, τον Αύγουστο του 1909, εκδηλώθηκε στην Αθήνα το Κίνημα στο Γουδί, οι ηγέτες του οποίου, μπροστά στις δυσκολίες που συναντούσαν κατά την εφαρμογή του ανακαινιστικού τους προγράμματος, κατέφυγαν στον Β. ζητώντας τη συνδρομή του. Αυτός ήλθε στην Αθήνα και τους συμβούλευσε να προχωρήσουν στον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και στην προκήρυξη εκλογών αναθεωρητικής βουλής. Ύστερα από αμφιταλαντεύσεις, ο βασιλιάς και ο πολιτικός κόσμος προσανατολίστηκαν στη λύση αυτή και τον Αύγουστο του 1910 διενεργήθηκαν εκλογές, στις οποίες ο B., αν και απουσίαζε στην Ελβετία, εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής Αθηνών. Επέστρεψε αμέσως στην Ελλάδα και εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε λαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος, όπου στις επίμονες κραυγές του πλήθους για συντακτική συνέλευση αντέταξε το δικό του σύνθημα για αναθεωρητική, θεωρώντας άκαιρη και εθνικά ασύμφορη την ανακίνηση του ζητήματος της μοναρχίας. Ίδρυσε τότε το Κόμμα των Φιλελευθέρων, τον Οκτώβριο του 1910 σχημάτισε την πρώτη κυβέρνησή του, διέλυσε τη βουλή και προκήρυξε εκλογές αναθεωρητικής βουλής για τον Δεκέμβριο του 1910, στις οποίες δεν πήραν μέρος τα άλλα κόμματα και το δικό του κόμμα κυριάρχησε. Η βουλή αυτή ψήφισε το νέο σύνταγμα (1911) και τον Μάρτιο του 1912 έγιναν νέες εκλογές με γενική συμμετοχή των κομμάτων, στις οποίες θριάμβευσε πάλι το Κόμμα των Φιλελευθέρων και o Β. σχημάτισε τη δεύτερη κυβέρνησή του. Χωρίς χρονοτριβή αφιερώθηκε στη στρατιωτική αναδιοργάνωση και τη διοικητική ανασύνταξη της χώρας για να μη βρεθεί ανέτοιμη η Ελλάδα να αντιμετωπίσει τα γεγονότα στον βαλκανικό χώρο που προανήγγειλαν την επερχόμενη πολεμική θύελλα. Κατόπιν προσχώρησε στη συμμαχία των βαλκανικών κρατών και τον Σεπτέμβριο του 1912 κηρύχτηκε ο πόλεμος κατά της Τουρκίας. Ακολούθησαν οι εκστρατείες κατά της Τουρκίας (1912) και της Βουλγαρίας (1913), υπό τη στρατιωτική ηγεσία του διαδόχου Κωνσταντίνου, και οι Βαλκανικοί πόλεμοι (βλ. λ.) τερματίστηκαν με τις συνθήκες ειρήνης του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου, όπου η διπλωματική δεξιοτεχνία του Β. συνετέλεσε στον εδαφικό διπλασιασμό της Ελλάδας, της οποίας τα σύνορα μετατέθηκαν από τη Μελούνα στη γραμμή Νέστου.
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, το φθινόπωρο του 1914, η διαφωνία μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Β. για τη στάση της Ελλάδας πήρε τη μορφή του Εθνικού Διχασμού, με καταστρεπτικές για το έθνος συνέπειες. Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε την πολιτική της ουδετερότητας, ενώ o Β. την πολιτική της εξόδου της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό των Αγγλογάλλων συμμάχων (Αντάντ). Η διαφωνία αυτή προκάλεσε την παραίτηση του Β. τον Φεβρουάριο του 1915, αλλά στις εκλογές του Μαΐου πλειοψήφησε το Κόμμα των Φιλελευθέρων και επανήλθε στην εξουσία. Νέα διαφωνία, ως προς τις υποχρεώσεις της Ελλάδας προς τη σύμμαχο Σερβία, προκάλεσε δεύτερη παραίτηση του B. Διαλύθηκε πάλι η βουλή και προκηρύχθηκαν εκλογές για τον Δεκέμβριο του 1915, από τις οποίες απείχε το Κόμμα των Φιλελευθέρων και κατήγγειλε το κύρος τους καθώς και τη στάση του στέμματος ως αντισυνταγματική.
Η οξεία αυτή διάσταση αντιλήψεων οδήγησε στην έκρηξη του Κινήματος της Θεσσαλονίκης (Σεπτέμβριος 1916), όπου ανέβηκε ο Β. και σχημάτισε τριανδρία (Β., Κουντουριώτης και Δαγκλής), η οποία ίδρυσε το Κράτος της Θεσσαλονίκης, με την προσχώρηση της Βόρειας Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου, και συγκρότησε τον στρατό της Εθνικής Αμύνης τον οποίο ενέταξε στο μακεδονικό μέτωπο, στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Τον Μάιο του 1917 εκθρονίστηκε από τους Συμμάχους ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ανέβηκε στον θρόνο o πρίγκιπας Αλέξανδρος, ο οποίος ανέθεσε στον Β. τον σχηματισμό κυβέρνησης. Με τον τρόπο αυτό αποκαταστάθηκε το ενιαίο ελληνικό κράτος, που μετείχε πλέον ολοκληρωτικά στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων.
Μετά τη λήξη του πολέμου, ο Β. υπήρξε από τους πρωταγωνιστές στο συνέδριο της ειρήνης και στις διασκέψεις του Νεϊγί και των Σεβρών, όπου επέδειξε εξαιρετικές διπλωματικές ικανότητες και υπέγραψε τις ομώνυμες συνθήκες, με τις οποίες δημιουργήθηκε «η Ελλάς των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», με την προσάρτηση της Θράκης και την εντολή στη Μικρά Ασία. Στην επιστροφή του προς την Ελλάδα, μετά την υπογραφή των συνθηκών της ειρήνης, έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λιόν στη Γαλλία, από δύο απότακτους Έλληνες αξιωματικούς· ευτυχώς, τραυματίστηκε ελαφρά. Η ελληνική πρωτεύουσα τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και του απέδωσε μεγάλες τιμές, ενώ η βουλή τον ανακήρυξε «άξιον της πατρίδος». Όμως, στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, τις οποίες προκήρυξε ο ίδιος, το Κόμμα των Φιλελευθέρων ηττήθηκε, o Β. θεώρησε ότι ήταν προσωπική του αποτυχία και έφυγε για τη Γαλλία, δηλώνοντας με διάγγελμα προς τον λαό ότι «καταλείπει την αρχήν και την πολιτικήν σκηνήν».
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή 1922, o Β. αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στη διάσκεψη της Λοζάνης και υπέγραψε την ομώνυμη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του 1923 εξελέγη πληρεξούσιος σε πολλές περιφέρειες και έγινε πρόεδρος της εθνοσυνέλευσης και πρωθυπουργός (Ιανουάριος 1924). Παραιτήθηκε όμως μετά από λίγες μέρες και έφυγε πάλι στο εξωτερικό, όταν υπέστη καρδιακό επεισόδιο κατά τη διάρκεια μιας οξύτατης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης. Εξάλλου, διαφώνησε με τη δημοκρατική μερίδα της εθνοσυνέλευσης στη διαδικασία της ρύθμισης του πολιτειακού ζητήματος και διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να ανακόψει την πορεία των πραγμάτων προς την άμεση έκπτωση της δυναστείας και την ανακήρυξη της δημοκρατίας με απόφαση της εθνοσυνέλευσης, την οποία θα ακολουθούσε επικυρωτικό δημοψήφισμα, όπως επιδίωκαν και πέτυχαν τελικά το κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος. Ο ίδιος είχε ταχθεί υπέρ της λύσης του πολιτειακού θέματος απευθείας από τον λαό, με δημοψήφισμα διεξαγόμενο υπό ομαλές συνθήκες και χωρίς κομματική χροιά, δηλώνοντας στην εθνοσυνέλευση ότι «δεν θα πάρη την οδοιπορικήν ράβδον» για να περιοδεύσει στην Ελλάδα υπέρ της δημοκρατίας.
Το 1927 ο Β. επέστρεψε στην Ελλάδα και ιδιώτευσε στη Χαλέπα, στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Τον επόμενο χρόνο (Ιούλιος 1928) επανεμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή και ανασυγκρότησε το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Σχημάτισε κυβέρνηση, μετέβαλε με απλό διάταγμα τον εκλογικό νόμο της αναλογικής σε πλειοψηφικό σύστημα και διενήργησε εκλογές τον Αύγουστο του 1928, τις οποίες κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία (228 έδρες επί συνόλου 300). Κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής τετραετίας του ανέπτυξε δραστηριότητα σε όλους τους τομείς και ιδίως στον εξωτερικό, όπου διευθέτησε τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία, ενώ σύναψε το βαρυσήμαντο Σύμφωνο Φιλίας με την Τουρκία, με το οποίο ρυθμίστηκαν οι σοβαρές διαφορές και εγκαινιάστηκε νέα περίοδος φιλίας και συνεννόησης μεταξύ των δύο χωρών. Τον Μάιο του 1932, λίγο πριν εκπνεύσει η κυβερνητική τετραετία, παραιτήθηκε εξαιτίας του αντίκτυπου της διεθνούς οικονομικής κρίσης στην οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, που επέβαλε την αναστολή εξυπηρέτησης των εξωτερικών χρεών της χώρας, την οποία δεν ήθελε να πραγματοποιήσει ο ίδιος. Υποστήριξε στη βουλή με την ψήφο του κόμματός του την κυβέρνηση Παπαναστασίου, την οποία όμως ανέτρεψε μόλις μετά από δέκα ημέρες και σχημάτισε πάλι ο ίδιος κυβέρνηση, μετέβαλε εκ νέου τον εκλογικό νόμο του πλειοψηφικού σε απλή αναλογική και προκήρυξε εκλογές για τον Σεπτέμβριο του 1932, στις οποίες δεν συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία. Στήριξε κατόπιν στη βουλή τη συμμαχική κυβέρνηση των Τσαλδάρη, Κονδύλη και Μεταξά, αλλά την ανέτρεψε σε λίγες εβδομάδες, και σχημάτισε πάλι ο ίδιος κυβέρνηση με όλα τα παλαιοδημοκρατικά κόμματα. Άλλαξε για τρίτη φορά τον εκλογικό νόμο, από απλή αναλογική σε πλειοψηφικό, και διενήργησε εκλογές στις 5 Μαρτίου 1933, στις οποίες ηττήθηκε η παράταξή του. Τη νύχτα της 5ης προς 6η Μαρτίου εκδηλώθηκε κίνημα υπό τον Ν. Πλαστήρα, αλλά ο πρωθυπουργός Β. τήρησε τις πρώτες ώρες επιφυλακτική στάση και μόνο αργότερα υπέδειξε να σχηματιστεί κυβέρνηση αντιστρατήγων, υπό τον αντιστράτηγο Αλ. Οθωναίο, για να παραδοθεί η εξουσία στον αρχηγό της πλειοψηφίας Π. Τσαλδάρη. Το 1934 έγινε στη Λεωφόρο Κηφισίας, στην Αθήνα, νέα δολοφονική απόπειρα εναντίον του, αλλά και πάλι διέφυγε. Οργάνωσε κατόπιν ανατρεπτικό κίνημα στο όνομα της δημοκρατίας, το οποίο εκδηλώθηκε την 1η Μαρτίου 1935, και ανέλαβε την πολιτική ηγεσία του, αλλά απέτυχε και αναγκάστηκε να εκπατριστεί. Έκτακτο στρατοδικείο τον καταδίκασε τότε ερήμην σε θάνατο.
Μετά τη βασιλική παλινόρθωση (Οκτώβριος 1935) αναγνώρισε την πολιτειακή μεταβολή, η παλαιοδημοκρατική ωστόσο παράταξη αναβίωσε με τις εκλογές του Ιανουαρίου 1936 στις οποίες ισοψήφησε με τους αντιπάλους της. Ο επιφανής πολιτικός πέθανε εξόριστος στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1936. Μετά τον θάνατό του, η σορός του μεταφέρθηκε στα Χανιά, όπου έγινε πάνδημη η κηδεία του. Ο τάφος του στο ιστορικό Ακρωτήρι αποτελεί σήμερα πανελλήνιο προσκύνημα.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά την παρουσία του στην πολιτική σκηνή της χώρας μας, το όνομά του εξακολουθεί να είναι από τα πιο λαμπρά της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Άλλωστε, και μόνο η διάκριση των βασικών πολιτικών αντιπάλων της εποχής σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, υποδεικνύει τον κεντρικό ρόλο του στην πολιτική σκηνή. Σήμερα, εκατοντάδες δρόμοι και πλατείες σε όλη τη χώρα φέρουν το όνομά του, γεγονός δηλωτικό της υπεράνω κομματικών τοποθετήσεων αναγνώρισής του. Ονομαστό είναι το πάρκο Β., με το άγαλμα του πολιτικού, στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας στην Αθήνα. Η μεγαλύτερη ασφαλώς απόδοση τιμής είναι η ονομασία του νέου διεθνούς αεροδρομίου της Αθήνας σε Ελευθέριος Β. Τέλος, τη μνήμη και το έργο του Β. τιμά το Ίδρυμα Ιστορίας Ελευθερίου Β. και της αντίστοιχης εθνικής περιόδου, που συστεγάζεται με το ομώνυμο μουσείο στην οδό Χ. Λαδά, στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί, εκτός από αναρίθμητα και σπάνια προσωπικά κειμήλια του πολιτικού, υπάρχουν επίσης όλες οι εκδόσεις που επιμελήθηκε ο ίδιος (με κορυφαία τη μετάφραση της Ιστορίας του Θουκυδίδη), αλλά και ιστορικά έργα για τον ίδιο και την εποχή του από σύγχρονους και μεταγενέστερους ιστορικούς και πανεπιστημιακούς.
Το σπίτι του Ελ. Βενιζέλου στη Χαλέπα, προάστιο της πόλης των Χανίων, όπου διέμενε κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε μια επίσκεψή του στο πολεμικό μέτωπο, συνομιλεί με τον γιο του Σοφοκλή Βενιζέλο, που υπηρετούσε ως αξιωματικός του Πυροβολικού (φωτ. Ηνωμένων Φωτορεπόρτερ).
Ένας από τους πολλούς ανδριάντες με τους οποίους έχει τιμήσει η πολιτεία τον Ελευθέριο Βενιζέλο (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Μετά τον θάνατό του, η σορός του Ελ. Βενιζέλου μεταφέρθηκε στα Χανιά, όπου έγινε πάνδημη η κηδεία του· ο τάφος του στο ιστορικό Ακρωτήρι αποτελεί σήμερα πανελλήνιο προσκύνημα (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στον Θέρισο (1905), σε φωτογραφία της εποχής (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Στο «Ίδρυμα Ιστορίας Ελευθερίου Βενιζέλου» στν Αθήνα, εκτός από αναρίθμητα και σπάνια προσωπικά κειμήλια του μεγάλου πολιτικού, υπάρχουν όλες οι εκδόσεις που επιμελήθηκε ο ίδιος, αλλά και ιστορικά έργα για την εποχή του από σύγχρονους και μεταγενέστερους ιστορικούς και πανεπιστημιακούς (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Ο Ελ. Βενιζέλος με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού· η πρώτη ουσιαστική ελληνοτουρκική συμφωνία (10 Ιουνίου 1930) ρύθμιζε μεγάλα οικονομικά ζητήματα που είχαν προκύψει από την ανταλλαγή των πληθυσμών (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Dictionary of Greek. 2013.